- νεφελινικός
- -ή, -ό [νεφελίνης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νεφελίνη2. αυτός που περιέχει νεφελίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφελινικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεφελίνη ή που περιέχει νεφελίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συηνίτης — ο, Ν 1. (πετρογρ.) καθένα από τα μέλη ομάδας πλουτώνιων εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία αποτελούνται κυρίως από αλκαλικό άστριο και ένα σιδηρομαγνησιούχο ορυκτό 2. φρ. «νεφελινικός συηνίτης» (πετρογρ.) μεσοκοκκο έως χονδρόκοκκο πλουτώνιο… … Dictionary of Greek